πολυπληθῆ

πολυπληθῆ
πολυπληθής
very numerous
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πολυπληθής
very numerous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πολυπληθής
very numerous
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • στρατάρχης — ο, ΝΑ, και στρατάρχης Α αρχηγός στρατού, αρχιστράτηγος νεοελλ. (σε ορισμένα κράτη) στρ. ανώτατος αρχηγός ενόπλων δυνάμεων ή ομάδα στρατιών, βαθμός που προβλέπεται μόνον σε χώρες με πολυπληθή ενεργό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + άρχης* …   Dictionary of Greek

  • υστριχίδες — (Hystrichidae). Οικογένεια θηλαστικών του αθροίσματος των τρωκτικών. Περιλαμβάνει ζώα μικρά ή μέτριου μεγέθους, που χαρακτηρίζονται κυρίως από τα πολυπληθή αιχμηρά αγκάθια, με τα οποία είναι σκεπασμένο το σώμα τους. Οι Υ. ζουν κυρίως στην Ευρώπη …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • γάβρος ή γαύρος — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό και ως αντζούγα, πολύ διαδεδομένο στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο Πόντο, στη Βαλτική και στον Ατλαντικό, κατά μήκος των ακτών της Ευρώπης και στης βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολη. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ζαξ, Χανς — (Ηans Sachs, Νυρεμβέργη 1494 – 1576). Γερμανός ποιητής. Με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ήταν ράφτης, ακολούθησε το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Μελέτησε λατινικά και έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα του γερμανικού ουμανισμού, σε μια κοινωνία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”